30/4/22

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ

 



Ο Δρ. Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης γεννήθηκε στη λάρνακα της Κύπρου. Έχει πτυχία στα Μαθηματικά και στα Οικονομικά, είναι Αριστοβάθμιος Διδάκτωρ Στατιστικής Οικονομικών. Είναι Fellow ofISMM (Institute of Sales &
Marketing Management]. Διετέλεσε επισκέπτης Καθηγητής σε Πανεπιστήμια Κύπρου, Πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών Κύπρου, Αντιπρόεδρος European Movement και UN AC.
Εξέδωσε επτά Ποιητικές Συλλογές. Ποιήματα του μεταφράστηκαν σε 25 γλώσσες. Αρκετά μελοποιήθηκαν από γνωστούς συνθέτες. Επίσης έγραψε Διηγήματα, Δοκίμια, θεατρικά έργα και μελέτες σε Φιλοσοφία, Οικονομία και Μαθηματικά.
Είναι πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης λογοτεχνών Κύπρου και μέλος ντόπιων
και ξένων λογοτεχνικών Ιδρυμάτων (Intern. Society of Poets, PEN] και της Φιλοσοφικής Εταιρείας Κύπρου. Είναι Αντιπρόεδρος του «Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου».


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

Διαδρομή Α-Ες πόθ’ έρπες  (εκδ. Σμίλη, Αθήνα, 2001)
Διαδρομή Β-Σι βόλε  (εκδ. Σμίλη, Αθήνα, 2003)
Διαδρομή Γ-Έρως απείρως, (εκδ. Έν Τύποις, Λευκωσία, 2003)
Περί Ουσίας και περιουσίας   (εκδ. Πάργα, Λευκωσία-Αθήνα, 2010)
Έρως, Μύθος, Βάθος - 200 Χοϊκού  (εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2017)
Εντός, Εκτός   (Εκδόσεις Σοκάλη. Αθήνα, 2019)

ΘΕΑΤΡΙΚΟ

Εγώ, ο σωσίας του Χίτλερ  (Αρχύτας 2019)  

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Φιλολογική Κύπρος, 2008-2018

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Ανθολογία Ανεμόεσσα Κύπρος, 24 Τ/Κ ποιητές (εκδ. Αριστοτέλους 2007) 



 



 

ΕΓΩ, Ο ΣΩΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ  (2019)


Ο ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΩΣΙΑ ΑΔΑΛΦΟΥ

ΑΔΑΛΦΟΣ: (κάθεται νευρικά στην πολυθρόνα, ξανασηκώνεται) Με αναστάτωσες τότε.
Άσχημο που μόνος ανήκω στην κατηγορία με το όνομα ‘Άνθρωπος’; Ένοιωσα
αστείος μπροστά στον καθρέφτη. Οι λύκοι δεν βλέπουν εφιάλτες, δεν έχουν κόκκινα
μάτια από την ξαγρύπνια, όπως εγώ. Είμαι πίθηκος αφού μιμούμαι τί έκαναν οι
παππούδες μου. Στο κάτω-κάτω οι λύκοι είναι υπάκουοι, δεν είναι στάσιμοι και
σκέφτονται αλλιώς.

(Ακούγεται μουσική τρόμου, από τις ταινίες του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ‘Ψυχώ’ και ‘Πουλιά’)

ΑΔΑΛΦΟΣ: (Αλλάζει ύφος) Βαδίζουν στη σειρά, καμιά πενηνταριά. Πειθαρχημένοι.
Σαν πάνε σε άλλα μέρη, έχουν αρχηγό, παρατηρητές, ανιχνευτή, φρουρούς, πίσω κι
ενδιάμεσα. Εμείς οι άνθρωποι τηρούμε τέτοια τάξη; Όχι. Ο καθένας κάνει του
κεφαλιού του (τρέχει στο ντουλάπι, βγάζει μια εγκυκλοπαίδεια ζώων). Να τους, σε έρημο! Πολλοί λύκοι στη σειρά. Πειθαρχημένοι! Βαδίζουν προς την περιοχή που τους λέει η μύτη τους και η σκέψη τους.……. Ποιος λύκος είναι αυτός στη μέση; Μήπως εγώ; Διόλου απίθανο …αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Εγώ είμαι, εγώ! Πρέπει! (κλείνει το βιβλίο, φωνάζει). Εγώ πρέπει να ήμουν εκείνος. Εγώ…Δεν είμαι ωραίος ως
άνθρωπος…είμαι ωραίος σαν λύκος! Όλοι, γενναίοι, πειθαρχημένοι. Ποιος διαφωνεί;

ΑΔΑΛΦΟΣ (συνεχίσει): Ωιμέ! …..Το μόνο που μου λείπει είναι το γκρίζο τραχύ τρίχωμά τους. Μου φάνηκε άσχημο το σώμα μου μπροστά στον καθρέφτη χωρίς εκείνο το γκρίζο τραχύ τρίχωμά τους. Αν το είχα, και αν μάθαινα να ουρλιάζω το ίδιο, όπως οι άλλοι έξω, δεν θα ντρεπόμουν πια. Θα μπορούσα να τους συναντήσω και να ενωθώ στις τάξεις τους! Κι αν δεν φύτρωνε το τρίχωμα από μόνο του, όλο και κάποια νέα αλοιφή θα έβρισκα σε φαρμακείο που να βοηθούσε το δέρμα μου να βγάλει τέτοιο εξαίσιο τρίχωμα! (πασπατεύει το στήθος του).
……………………………….

ΑΔΑΛΦΟΣ: (συνεχίζει) Πρέπει να μάθω επειγόντως να ουρλιάζω όπως αυτοί. Ας δοκιμάσω…τί περιμένω; (προσπαθεί να τους μιμηθεί). Ουούρλ.. Αούουούρλ…Ούρλ. Μα όχι. Ακόμα υστερώ…πρέπει να κάνω περισσότερες δοκιμές. Ουρλιάζω υποτονικά... οφείλω να βγάζω και αφρούς απ’ το στόμα…και να νιώθω τα μάτια μου αγριωπά, να σπιθίζουν." 



ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (2010)


ΒΑΔΙΖΕΙ

 

Βαδίζει ο Αινείας σε πέτρες καυτές,
με τον παράλυτο γονιό στον ώμο.
Κρατά το μικρό Πατρίκιο που κλαίει:
'Ζ. ε ι ο παπάς μου. Να! Το χέρι του καίει!'
Πλάι γυναίκες ασάνδαλες τρικλίζουν
ως τον ορίζοντα, το διάπλατο κελί.

Βαδίζει ο πρόσφυγας προς την Ιταλία,
τους Τρώες μη στρέφοντας πίσω να δει,
καθώς έπεφταν απ’ τα βυζιά της Ελένης.
Βαδίζει, περνώντας απ' την Κύπρο να βρει
τη μάνα Αφροδίτη, μαζί της να ανασύρει
τη χαμένη κάρα του συζύγου της Χαρίτας,
να την αρμόσουν στο σώμα να 'ναι ακέραιο.

Πιο γενναίος απ' όλους ο πρόσφυγας
που του αρκεί ο ήλιος να βαδίζει εμπρός,
ένα κεραμίδι στο χέρι να το ξαναστήσει,
μια βάρκα να σωθεί για να επιστρέψει.


  
Λατσί, Παραλία Ττάκκα (Σεπτέμβρης, 2008)




Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ


Κανείς ποτέ δεν έμαθε, κανείς δεν είπε
από πού πηγάζει, πού επιτέλους εκβάλλει
ο άγνωστος ποταμός, ο Βώκαρος της Κύπρου.

Η Πυθία δαφνομίλησε στους προγόνους μου:
ποτίζει τα άγρια θηρία και μεμιάς ημερεύουν,
πλημμυρίζει κι έτσι πνίγει τους πολιορκητές,
διανοίγει δίνες να καταπιούν τις τριήρεις τους.

Να 'ναι αυτός που δροσίζει τους νεκρούς
που γλυκαίνει τα χείλη των νέων σαν φιλούν,
που ανακουφίζει τα μάτια των μανάδων;
Αυτός ανάβλυσε γλυκό νερό στην Αλυκή
και μυροβολεί την άγια κάρα του Λαζάρου,
του Ονήσιλου όπου μελώνουν μέλισσες;

Ποιος τον ονόμασε Βώκαρο; Πού ρέει; Πώς;
Να 'χει άραγε στο νερό μέταλλο που σφίγγει
τη γροθιά του λαού, το στήθος της εργάτριας;
Θα ποτίζει υπόγεια το στάχυ της Μεσαορίας
και πρέπει να ήταν ο συνοδός του Παύλου
να του απάλυνε τις πληγές των ραβδισμών.

Ήρθαν γεωλόγοι και τον ταξινόμησαν ρύακα,
Άλλοι τον είπαν χαράδρα που δεν κελάρυσε.
Μα οι νεκροί μας του οφείλουν πολλά
αφού πότιζε δενδροστοιχίες οραμάτων
να ρέουν μέσα μας, πανώριος μύθος.


Φικάρδου (Φθινόπωρο, 2007)




ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ


Στην τάξη ο θεολόγος εξετάζει
«τι είναι αγάπη» και βαθμολογεί:
άριστα, ο εύπορος πομπώδης,
πενιχρά, ο άπορος λιγομίλητος.

Κάτω απ' τον ήλιο ουδέν κρυπτόν
και ιδού στο διάλειμμα αντικρίζει
ο πλούσιος μόνος με τα γλυκά του,
ο άπορος μοιράζει κουλούρι σε άπορη.

Εκών άκων ο διδάσκαλος διδάχτηκε
και τώρα στην τάξη αλλιώς διδάσκει:
‘Αγάπη είναι η τυφλή που βλέπει,
η χωλή που τρέχει σε μαραθώνιο,
η κουφή που ακούει σαν Μπετόβεν.’
Τη βλέπει να θηλάζει τον Πολιτισμό
με χλωμό, βυθισμένο ένα στήθος.


Λευκωσία ( 16 Γενάρη, 2oo7)




0 ΤΥΦΩΝΑΣ ΚΑΤΡΙΝΑ


Με παρέσυραν νεόπλουτες σε γλέντι
απ' τη Disneyland στη Νέα Ορλεάνη
σε Καρναβάλι με φτερά σε πισινούς.

Φιλάς βυζιά αν δωρίζεις κολιέ ακριβά,
εκατό Μονρόε σου ανεμίζουν τη φούστα,
ένας Ιταλός με μια αναπνοή είκοσι λεπτά
στο νερό, δύο γιάνκηδες ντυμένοι Αττίλες,
πέντε Χουντίνι ν' αλυσοδένουν ένα τυφώνα.

Παραμερίστε! Να, η Κατρίνα στο άρμα της,
σφίγγει βρέφη που άρπαξε από καλύβες,
πλημμυρίζει και γκρεμίζει και χασκογελά.
Στο άρμα ο Πλανητάρχης σχεδιάζει χάρτες
και προκαλεί αρχηγίσκους στην παλαίστρα,
σύνορα χάος, ο στρατός κερνά κι ελέγχει.

Ο θεός Διόνυσος αρνήθηκε να παραστεί,
θα 'χάνε το αθάνατο, του έρωτα το κύρος.
Η Κασσάνδρα με τραντάζει για ό,τι ξεχνώ:
τα ερείπια που άφησε η Κατρίνα πέρυσι,
τη μήνι, που μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει
και ξανά προς νέο γλέντι τραβά, ξανατραβά.



Λας Βέγκας (Ιούλιος, 2οοο) - Αμστερνταμ (4.8.2009)




ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ


Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.

Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.

Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.




 Η ΑΡΙΑΔΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


Αναθεματίζεις τη μοναξιά σου, μα δες,
την Αριάδνη δες, που ξέχασε ο Θησέας
κι ας τον διέσωσε, ας τον έστησε ήρωα,
ας τον ακολούθησε τυφλά, δίχως μίτο,
για χάρη ας πέταξε το στέμμα της Κνωσού.

Σπαράζεις; Η Αριάδνη πιο πολύ από σένα,
παρατημένη στις αιχμηρές ακτές της Νάξου,
όχι σε πέλαγος πνιγμένη μα σε στεριά.

Μα ήρθε ο Διόνυσος να την πάει στην Κύπρο,
η αύρα να της ανοίξει τα βαριά ματόκλαδα,
ο ήλιος να της ροδίζει τα μάγουλα άδοντας:

Ποταμός ρέω στη θάλασσα σου,
δρόσος στη φυλλωσιά σου,
μαζί κι οι δυο ένας ναΐσκος,
ήλιος με φεγγάρι, ένας δίσκος.

Μην κλαις. Ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα,
ο νέος έρως ελαύνει νεκτάριος λυτρωτής.
Αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία,
τουλάχιστο σε φυγαδεύει απ' τη δυστυχία.




ΧΡΟΝΟΥ ΠΥΚΝΟΤΗΣ


-Με τον χρόνο εικόνα του αιώνιου
ποια να 'ναι του χρόνου η πυκνότης:

-Των πενήντα χρόνων,
ρώτησε και θα σου πει ο ισοβίτης
ίων τριάντα, θα πει ένα ζευγάρι,
των δεκαπέντε, ένας γιατρός,
των τεσσάρων, μια φοιτήτρια,
των δύο, ένας απόστρατος,
των εννέα μηνών, μια λεχώνα.

Και τι είναι η πυκνή πυκνότης του

-Της βδομάδας, θα πει η εργάτρια,
των οκτώ ωρών, ένας χειρουργός,
της μισής, ο μάγειρας ταχυφαγείου,
του λεπτού, ο τελευταίος επιβάτης,
του δεύτερου, ο επιζήσας ναυαγός,
του τριτόλεπτου, ο δρομέας στο νήμα

Τότε τι σημαίνει 'αραιή πυκνότης ζωής;

-Είναι του κατακτητή που μένει ακτήμων
(από ελονοσία, μέθη, έλκος ή αρσενικό)
χωρίς να γίνει ο ίδιος η αλλαγή που ήθελε,
ενώ του ξέφυγε το ωραίο που δεν αγκάλιασε 




Η ΑΝΘΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΙΩΑΝΝΟΥ 


Βρέθηκα στο νησί το καλούμενο Πάτμος
για το λόγο του Θεού, τη μαρτυρία του Ιησού
και υπομένω και βαστάζω, για τ' όνομά Του
δεν αποκάμνω, ξέρω την τύχη, τη φτώχεια μου
όμως είμαι πλούσιος. Ο άλλος είπε 'πλούτισα'
και δεν ήξερε πως ήταν ταλαίπωρος, φτωχός,
και ακόμα ελεεινός, τυφλός και κατάγυμνος.

Πταίσμα μου, το που αφήκα την πρώτη αγάπη,
με ονομάζουν ζωντανό κι εγώ νιώθω νεκρός.
Μα δεν φοβάμαι τα πάθη που μου μέλλονται,
τα στερνά μου έργα πιο πολλά απ' τα πρώτα,
το νικητή δεν θ' αδικήσει ο θάνατος ο δεύτερος.

Μ' αγαπάς; Δοκίμασέ με, παίδεψέ με.
Εγώ πλένω τα φορέματά μου
τα λευκαίνω στο αίμα του Αμνού
κι αυτός κάθεται στο θρόνο,
θα με ποιμάνει, θα με οδηγήσει
σε πηγές νερών της ζωής
και θα σκουπίσει τα δάκρυα
απ' τα μάτια μου
ο Θεός.





ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β (2003)


    Σι βόλε


ΠΟΙΗΣΗ


Είδες εκείνο το δύτη το δεινό
που καταβύθισε το σώμα του
και αναβάπτισε την ψυχή του;
Τον είδες που έπλασε υποβρύχιες αρχιτεκτονικές
κι αγάλματα από χίλια μέταλλα
και ζωγραφιές με μύρια χρωστικά του υγρού
μέσα στη μουσική των ενδοθαλάσσιων ποταμών;
Η ποίηση είναι, που ξέρει
τι είναι πλούτος του άδυτου.
Αυτή είναι, που βιώνει όσα δε φαίνονται
από το ύψος του στεγνού αέρα
και μπορεί, σαν καλεστεί,
ν' αναδυθεί στην επιφάνεια
και να σώσει
όσους πνίγονται στα ρηχά.
Κι ακόμα να τους φανερώνει
μέσα στην ανταύγεια της ματιάς της
τον ήλιο που γεννιέται στο βάθος
της αποκάλυψης.




ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΘΕΑ


Άλλα ζήταγες, Αθηνά, με τον Ηρακλή σαν μας έσωζες
απ' τις Στυμφαλίδες Όρνιθες. Ούτε τιμές, ούτε εκατόμβες.

Σε βλέπω αθόρυβα να αφαιρείς την πανοπλία, χαμαί
να ακουμπάς την ασπίδα, το δόρυ σαν τούφα χιονιού,
να κυματίζεις με τη διάφανη χλαμύδα, αύρας χάδι,
να ξεγλιστράς νεράιδα, για να τον βρεις στο βράχο σας.

Σας ατενίζω απ' εδώ: ο αγαπημένος σου, φεγγαρολουσμένος
σου προσφέρει τα νεκρά πουλιά, μα εσύ τα βλέπεις άνθη,
την αγκάλη του βρίσκεις ουρανό να σε χωράει ολόκορμη.

Σε περίμενα μα αποκοιμήθηκα... βλέπω όχλο απ’ το μέλλον,
ανάστατο γιατί έδωσες παράδειγμα κακό σε εστεμμένους
να ρίχνουν το στέμμα για θνητούς: για μια κυρία Σίμσον,
για ένα Τόντι Αλ Φαγιέτ... για ένα Ντι Μάτζιο η Μονρόε.

Ξυπνώ, ξαναδιαβάζω Σοφοκλή, Έρως ανίκατε μάχαν,
και Ευριπίδη, έρας' τι τούτο θαύμα; συν πολλοίς βροτών,
και πάλι Δάντη, l’  amor che move il sole e l’ altre stelle.

Ομολογουμένως τη φύσει ζην, μπλε με κίτρινο για πράσινο,
ενώστε κασσίτερο χαλκό να χαρείτε μπρούντζινο άγαλμα.

Και μια θεά δικαιούται να αγαπά με ανθρώπου καρδιά
χωρίς φραγμό και νόμο. Αφήστε τους ενωμένους σ’ ένα
αγκάλιασμα. Μα αν τους χωρίσεις σε τείχος σινικό

το δρασκελούν με το επί κοντώ κοντάρι της αγάπης,
ανταμώνουν σε σάρκα μία, και σας αφήνουν άφωνους
ψηλά στις πολεμίστρες, κι άποτους στη fontana amorosa..






MEMENTO MORI


Για να κυβερνώ τη Ρώμη, απερίσπαστος στο φαγοπότι,
τις έγνοιες φόρτωσα στους λεγεωνάριούς μου.
Φυσικά τους μοιράζω δημόσια χτήματα και λάφυρα
(αν και στους εγκάθετους κάτι δίνω, μη γκρινιάζουν).

«Δεν κυβερνάς με αρετή και αγιαστούρα», λεν οι αυλικοί,
(μα λαγοκοιμάμαι, μη μας φάει κανένας από δαύτους).

Όσο για το λαό... ε, λοιπόν, έμαθα να τον παραμυθιάζω.
Μερίδα άρτου του προσφέρω να επιζεί, όμως θέαμα πολύ.
Με παρελάσεις, μονομαχίες, γιορτές, του παίρνω το νου.
Για να εξουσιάζεις στα αρπαχτά, τέτοιο μεθύσι να κερνάς.

Μαεστρία πολλή μηχανεύτηκα, δεξιότεχνα πλοκάμια,
κι έτσι τώρα αναπαύομαι γαλήνιος και σίγουρος,
στα δάκτυλά μου παίζοντας λαό και λεγεωνάριους.
Τη Ρώμη δεν την έχτισα σε μια μέρα. Όπως την έφτιαξα,
δε σας φτάνει μια ζωή, όλοι εσείς, να μου τη χαλάσετε.

Έτσι νόμιζα... μέχρι πριν λίγο, όταν με μαχαίρωσε ο Βρέτος.
Ξανακούω το 8ούλο στη στέψη μου να μου φωνάζει στ' αυτιά
memento mori, μην ξεχάσω πως θα πέθαινα κάποια μέρα.
Η σωτηρία της ψυχής 8ε θα στοίχιζε πολλή φαιά ουσία, μα 
δεν αντιληφθηκα το μεθυσμένο στον καθρέφτη εαυτό μου,
ούτε το χάρο που βρήκε καρέκλα άδεια στο τραπέζι μου
κι έκατσε κι έφαγε και μ ’ έντυνε φορεσιά για τη χωματερή.

Στα λοίσθιά μου προλαβαίνω να μάθω: τέτοια Ρώμη
της φτάνει και μία μόνη μέρα για να μου γκρεμιστεί.


 Αύγουστος του 1991, Βατικανό, Ιταλία -
- Ιούλιος του 1996, Εσκοριάλ, Ισπανία 





Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ


Με ρώτησαν: ποιο θα ήθελα επάγγελμα
με τόσα προσόντα και πόση αμοιβή
και σε ποια περίοδο
και τα λοιπά και τα λοιπά...

Τη νύχτα σαν κοιμήθηκα, θαρρώ
με ξύπνησε ο άγγελός μου και μου λαλεί:
«Σαν έφυγες, τους είπα την αλήθεια.
Τους δήλωσα για σένα
πως η ψυχή σου ορίζει να ’σουνα :

Αρχηγός της Πυροσβεστικής στην Αλεξάνδρεια
τη μέρα της άθλιας πυρκαγιάς
να κόβεις οδηγίες βροντερές,
ή έστω ένας απλός πυροσβέστης
να ’χεις καρδιά ατσάλινη αντλία,
πυρίμαχες παλάμες,

ή τελοσπάντων ένας δάσκαλος με τα μαθητούδια σου
στο σχολείο δίπλα στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας
να τύχαινε να ποτίζετε τους κήπους
με κουβάδες στο χέρι
να τρέξετε λαχανιασμένα να προλάβετε...».


Καλοκαίρι του 1970, Αρχαία Έφεσος -
- Ιούνιος του 1993, Κάιρο, Αίγυπτος 




ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ



A

Η μορφή που είδατε στις οθόνες σας, η σκελετωμένη,
στα κλαδιά του δένδρου που κρατιότανε σφιχτά,
που ’χε δεμένο απάνω της ένα κουβάρι και το χάιδευε,
είναι η μάνα της Αφρικής και εκείνο το βρέφος της.
Περιμένει να καταλαγιάσει η χάρυβδις της πλήμμυρας,
να στεγνώσει το χώμα, να μετρήσει ζημιές,
και να σπείρει τον κάμπο ως πέρα, απ’ την αρχή.


Β

Εκείνο το αγγελούδι που φτάνει τρεχτό απ’ το σχολείο,
που βυθίζεται στην αγκαλιά της, τη φιλά, τη χαϊδεύει
βελούδινα, που της λέει «σ’ αγαπώ», είναι της Λουτσίας
αυτής, που διανοήθηκε να το ρίξει έμβρυο στον Καιάδα
σαν τη χτύπαγαν, ώρα κακή, της ζωής τ’ αστροπελέκια.
Όμως αυτής, που τώρα δακρύζει από χαρά σαν το φιλά,
που πια τρέμει, μη χάσει τέτοιο θείο δώρο και χαθεί. 


Γ

Εκεί στο Σπιτάκ, στο υπόγειο των ερειπίων του σεισμού,
λυγρή και ημίγυμνη, το βρέφος της σκεπάζει με τα μαλλιά,
κουλουριασμένη, διώχνοντας νυφίτσες και νυχτερίδες. Νύχτα
μέρα ονειρεύεται συνεργεία να σπάζουν την παγίδα του μπετόν.
Άκου, ανάσα μισή. Δες, ξεσχίζει τα δάχτυλά της με τα δόντια-
στραγγίζει το αίμα της να προσφέρει στο μικρό της ζωή,
ή θεία μετάληψη, πριν της το πάρουν τα σωστικά ή οι άγγελοι.

Σαν χτυπήσει σεισμός, αναβλύζει αρτεσιανό και μάννα,
αλλά μονάχα απ’ τα έγκατα της καρ8ιάς της Μάνας.


Δεκέμβρης του 1989, Φοινικούδες, Λάρνακα, Κύπρος
19-25 Ιουλίου του 2001, Σάμος-Αθήνα, Ελλάδα



ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Άπλωσε το χέρι κι άνοιξε το παράθυρο, 

ίσως το δρασκελίσει μια αχτίδα,
τεθλασμένη, από αντανάκλαση,
ένα άστρο που υπόσχεται αλλαγή.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως κοιτάξει μέσα ένας βιαστικός,
μια ωραία που τη ραίνει η βροχή,
μια χελιδόνα που ’χάσε το μικρό της.

Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως φανεί η μπάλα των παιδιών
η φωνούλα τους ίσως σκαρφαλώσει
ένα κλαρί που λυγίζει, ένα γατί.

Άνοιξε το παράθυρο,
κι ας εισβάλει κύμα σκόνης, χαλαζιού,
μια σκιά ή η σκιά της, δύο που γίναν μία,
ή έστω μια σκιά που σκιάζει μιαν άλλη.

Άνοιξε το παράθυρο,
ακόμα κι αν η πόλη αποκοιμήθηκε,
ακόμα κι αν η πόλη αποδήμησε,
ακόμα κι αν δε φαίνεται ποιο απ’ τα δυο.
Άπλωσε το χέρι κι άνοιξέ μας το παράθυρο.
Στη θέση του θα υπάρχει μια ζωγραφιά
κρεμασμένη, κι ας μας κοιτάζει αμίλητη.
Τουλάχιστον θα γεμίζει τον άδειο μας τοίχο.



Καρλοβιβάρι-Πράγα, Αύγουστος 2002

Το ποίημα διαλέγεται με το ποίημα «Η πόρτα» του Τσέχου ποιητή Μφοσλάβ Χόλοφζ 




















18/8/21

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΒΕΛΕΚΟΣ

 



Ο Γιώργος Τσιβελέκος γεννήθηκε το 1997. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει πληθώρα σεμιναρίων, ημερίδων και επιμορφωτικών προγραμμάτων, μεταξύ των οποίων για την Ψυχολογία, τη Δημιουργική Γραφή και την Εικονογράφηση.

Είναι συνεργάτης του Εργαστηρίου Αστεακής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος της οργανωτικής επιτροπής των Σεμιναρίων «Έγκλημα και Κινηματογράφος» που διοργανώνονται από αυτό. Επίσης, είναι φοιτητής του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Δημιουργική Γραφή» στον τομέα της Λογοτεχνίας και Γλωσσολογίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Το ποίημά του Επίγειος παράδεισος και το διήγημά του Στο άγνωστο έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το διήγημά του Η κληρονομιά έχει συμπεριληφθεί στην ψηφιακή συλλογή διηγημάτων Ταξίδια από χαρτί και είναι διαθέσιμη στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη. 

Ο επιμένων έρωτας νικά (Οσελότος 2021) είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.








Ο ΕΠΙΜΕΝΩΝ ΕΡΩΤΑΣ ΝΙΚΑ   (2021)


ΕΡΩΤΙΚΑ ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ


ΝΕΚΡΗ ΓΙΟΡΤΗ


Είναι πολύ φωτεινή απόψε η νύχτα,
σαν να ναι μέρα.
Όλα τα φώτα αναμμένα.
0 ουρανός πλούσιος σ’ αστεριών φως
και το φεγγάρι κατεβασμένο πολύ χαμηλά,
σαν λάμπα σε φανοστάτη.

Στην αυλή είναι στημένα τραπέζια και καρέκλες.
Κάποιους περιμένει να γιορτάσει για κάτι.
Στις βαλμένες στη σειρά γλάστρες τριγύρω
υπάρχουν ενδιάμεσα κάποιες χωρίς λουλούδια.
Ίσως εκεί περιμένει ν’ ανθίσει ο έρωτας,
για να γεμίσει με κόσμο όλη η βεράντα... 



ΓΑΛΕΡΑ


Σαν άλλος σκλάβος σε γαλέρα,
αιώνια καταδικασμένος είμαι
να κωπηλατώ μόνος και κουρασμένος
στη μέση ωκεανών με σκοτεινά νερά.

Μάταια προσπαθώ να κινήσω
τ’ αβάσταχτο φορτίο.
Στο ίδιο σημείο ακριβώς
βρίσκομαι κολλημένος εδώ και καιρό.

Μόνο αν έρθεις να προσφέρεις
μια χείρα βοήθειας εσύ, αγάπη μου,
μόνο και μόνο με την παρουσία σου,
μπορεί να βρω τη δύναμη
να συνεχίσω να κάνω κουπί,
κι ας μη φτάσω πουθενά αλλού.

Τι κι αν παραμείνω στάσιμος εκεί
και δεν κουνηθώ ούτε ένα κύμα;
Αέναα θ’ αντέχω να κωπηλατώ
και να μη σκέφτομαι να παραιτηθώ απ’ τη ζωή μου,
αρκεί δίπλα μου να ‘σαι
και το νερό, χάρη σ’ εσένα, πλέον φωτεινό. 



ΚΛΕΨΥΔΡΑ


Στο πάνω μέρος της κλεψύδρας είμαι στριμωγμένος
και σιγολιώνοντας περνώ στο κάτω,
γινόμενος αμέτρητοι μηδαμινοί κόκκοι άμμου.
Ωσαννά που δεν υγροποιούμαι!

Τ’ οφείλω σε κάποια εναπομείνασα θέληση για ζωή
που δε στάζω και δεν πνίγομαι στο ίδιο μου το νερό!
Μέσ’ απ’ τα χνωτισμένα τζάμια της,
μονάχα τον χρόνο βλέπω παντού.

Τον μετράω έμπρακτα.
Δεν απομένει και πολύς.
Δεν απομένω και πολύ.
Σε λίγο θα εξαφανιστώ μέσα στη διάχυσή του.

Έλα εγκαίρως ν’ αναποδογυρίσεις το είναι μου,
δίνοντάς μου τον περισσότερο χρόνο
κι άλλον τόσο με τον άφθαρτο έρωτά σου,
γιατί αν έρθεις αθάνατο θα τον καταστήσεις.

Τον αιώνιο που σου θρέφω κι εγώ,
να μπορέσω επιτέλους να σ’ τον χαρίσω
κατά τη διάρκεια του ενωμένου άλλου τόσου μας!
Ίσως να καταφέρουμε να θρυμματίσουμε και την κλεψύδρα!

Να διασκορπίσουμε τον χρόνο στο σύμπαν
και να εκτοξευτούμε στην αιωνιότητα κι εμείς...
Εκεί που δε μετριέται ο χρόνος
και δε θα ’χουμε τον περιορισμό του!
 

 

ΣΥΡΜΑΤΑ


Κόψε τα σκουριασμένα αγκάθινα σύρματα
και, μέσ’ απ’ την ανοιγμένη παλάμη σου,
φύσα τα και κάν’ τα πουλιά να πετάξουν ψηλά,
μπροστά απ’ τον ήλιο που δύει.

Όρια, περιθώρια, απαγορεύσεις,
δήθεν συμβουλές, αποτροπές, τάχα καθωσπρεπισμοί.
Όλα διαβατάρικα πουλιά φύσα τα
κι ακολούθα τα στην ελευθερία.

Τις στιγμές που γέλαγες τις κλαις
κι εκείνες που ’κλαιγες τις γελάς.
Αντίστροφα όλα σε τούτη τη ζωή;
Αντίστροφα γύρνα κι εσύ τη σύγχρονη σκλαβιά.

Ελεύθερη μέσα στη φυλακή σου με πλαστικές χειροπέδες,
αντί στη φυλακή των άλλων με τις σιδερένιες και τα κάγκελα.
Ζωγράφισε στον ουρανό ό,τι θες, μ’ ό,τι χρώμα θες.
Άντε, συντρόφεψέ με στη χειραφέτηση απ’ τους ανέραστους! 



ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ



ΧΑΡΑΚΙΑ


Η μοιρασιά κομμένη στα δύο,
όπως ένα ίσα χωρισμένο θρανίο
με μια γραμμή από μολύβι,
παύει να είναι κοινή εμπειρία.
Γίνεται ο καθένας μόνος του.
Ο καθένας για τον εγωισμό του.
Ο καθένας στην πλευρά του,
ανεξάρτητα κι απομακρυσμένα απ’ τον άλλο.

Μα μια μολυβένια χαρακιά
-θα μου πεις- το κάνει όλο αυτό;
Κι όμως, τον έρωτα και την αγάπη
το παραμικρό είναι που τα καθορίζει.
Κι η ελάχιστη ανεπαίσθητη λεπτομέρεια,
η προσπεράσιμη από κάποιους απρόσεχτους,
που αλυσιδωτά επιφέρει κι ένα σωρό άλλες,
είναι ικανή ν’ αποβεί μοιραία.

Η έμφαση όμως ας δοθεί στο εύκολο σβήσιμο
της νοητής και συναισθηματικής προέκτασης
της μολυβένιας χαρακιάς,
της πρωτοεμφανιζόμενης ύψωσης ενός διαχωριστικού τείχους.



ΤΡΟΠΟΣ


Δύσκολος κι απαιτητικός ο έρωτας...
Όλο αναρωτήσεις, αμφιβολίες, καημούς,
προβλήματα κι ανασφάλειες είναι
και διακεκομμένους ύπνους.

Ζωή μου κάνει όμως πως είναι...
Σάμπως κι αυτή δύσκολη δεν είναι;
Άρα, μάλλον δε θέλει κόπο,
θέλει τρόπο και μια ευνοϊκή τύχη.



ΣΜΙΛΗ


Φοβισμένος ένιωθα εγώ,
δειλό μ είπες εσύ.
Είχες απόλυτο δίκιο.
Ο πιο δίκαιος χωρισμός.
Δε σε δυνάστευσα όπως σου άξιζε.

Απλώς τώρα, μονάχα που δακρύζει η αγάπη
κι ο μετρονόμος έγινε ακόμη πιο αμείλικτος.
Τουλάχιστον για μένα που βρίσκομαι στη χάση.
Όσο για σένα, μάλλον βρήκες την κατάλληλη σμίλη
για να σχηματίσεις τον έρωτα όπως σου άξιζε.

Εις το επανιδείν της φέξης μου, λοιπόν!
Με σμίλεψες εξαίρετα... 



ΣΧΕΔΙΑ


Όπως θα σ’ έχω αγκαλιά μου
μέσα στο καλοκαιρινό νερό
και θα σου κάνω όλα τα πολυπόθητα
που θα μου ’χεις ζητήσει,
κάθε κύμα, ένας στεναγμός σου θα ναι.
Κάθε ηλιαχτίδα που θα σ’ αγγίζει,
ευχαριστημένο γέρσιμο του κεφαλιού σου σε χάδι μου.
Κάθε σταγόνα στο κορμί σου,
τ’ άρωμά σου που θα γεύομαι.
Η κεφάτη μουσική απ’ τα beach bars,
ο παλμός του χορού του έρωτά μας.
Η αμμουδιά κάτω απ’ τα ξυπόλυτα πόδια μας,
η στεριά που θα πατάμε γερά.
Το σωσίβιο που θα μας βοηθά να επιπλέουμε.

Δε θα επιτρέψω ποτέ να βουλιάξουμε
και να χαθεί έτσι άδικα το σωσίβιο που θα μοιραζόμαστε.
Καλού-κακού, θα ’χω πάντα δεμένη κοντά μας
και μια σημαδούρα για να πιαστούμε
σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα που θα συναντήσουμε.
Γιατί, αναπόφευκτα, θα μας βρει κάποτε
και μια θαλασσοταραχή μ’ αστραπές
που θα μπερδέψει τον ρυθμό που θα ’χουμε βρει.
Που θα θελήσει να μας δοκιμάσει κι ως ναυαγούς.
Δε γίνεται πάντα να πλέουμε σ’ ήσυχα πελάγη αγαλλίασης.
Αναμενόμενο. Έτσι είναι η ζωή:
Μια αντάρα με κάμποσες νηνεμίες.
Θα πρέπει ν’ αντέξει η σημαδούρα των κοινών στιγμών μας.
Αλλά και πάλι, προληπτικά, ίσως φτιάξω και μια σχεδία.
Νομίζω ότι είναι πιο δυνατή κι ανθεκτική,
για να μας φτάσει μέχρι το νησί της συγχώρεσης. 



ΚΑΛΟΡΙΖΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


Όσο οι άνθρωποι φοβούνται
να παραδεχτούν πως αγαπούν,
τόσο θα γράφω κι άλλα ποιήματα
κι άλλα κι άλλα κι άλλα...
Και μέχρι κι αφού μου πεις
ότι μ αγαπάς κι εσύ
και δε φοβηθείς να το φωνάξεις
σ’ όλο τον νάρκισσο κόσμο...

θα ’μαι η καλορίζικη ποίησή σου
-όχι απλώς ο ποιητής σου-
κι η αγαπημένη σου Μαγιάτικη Κυριακή
σε μια κοινωνία που ’κόψε τη Δευτέρα
και την επικόλλησε σ’ όλες τις μέρες της εβδομάδας
και σ’ έναν τρόπο ζωής
που δεν ευδοκιμεί ο ρομαντισμός,
η μαγεία, το συναίσθημα κι η ευτυχία.

Κι όμως, εμείς θα τ’ ανθίσουμε, θα δεις...
Έχε πίστη στο καλό. 



ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΜΑΖΙ


ΜΕΛΙΣΣΑ


Μάτια μου φωσφοριζένια
με τα μαλλιά σου τα μεταξένια,

καρδιά μου λουλουδένια
με τα χείλη σου τα ροδένια,

ψυχή μου παραδεισένια
με την κορμοστασιά σου τη χρυσαφένια,

μην πάψεις να στάζεις πάνω μου παραμυθένια
όλη τη γλυκάδα σου τη μελένια.

Μην πάψεις να μου χαρίζεις συναισθήματα μαργαριταρένια,
έαρ μου και μέλισσά μου κεχριμπαρένια.

Είσαι η ομορφιά της ζωής μου η ζαφειρένια.
Είσαι τα όνειρά μου τα μενεξεδένια. 



ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


Όλα τα ωραία,
δεν τελειώνουν απλώς κάποια στιγμή,
τελειώνουν γρήγορα.
Λίγο ακόμη έμεινε
κι έπειτα θα καεί
κι ο Αύγουστος
σε μια τελευταία
φωτιά στην άμμο.

Δίπλα μου εσύ,
ένας απαλός σπαραγμός,
κι από τριγύρω
το σκοτεινό κι άβαθο νερό
να μας κυκλώνει,
μα εγώ με την κιθάρα μου
να σου τραγουδώ τον έρωτα φάλτσα. 



ΧΩΡΙΣ ΜΟΝΑΞΙΑ


Δεν ήξερα πόσο με φόβιζε
και μ’ άγχωνε η μοναξιά μου,
μέχρι που ’δα πόση ανακούφιση,
αυτοπεποίθηση και δύναμη
αποκομίζω χωρίς αυτήν
μ’ εσένα δίπλα μου.

Δεν ήξερα πόση ανάγκη είχα
ν’ αγαπηθώ από κάποιον τρίτο
που θ’ αποδεικνυόταν τ’ άλλο μου μισό,
ώσπου την κάλυψες εσύ
κι έδιωξες από πάνω μου δυστυχία μιας ζωής
και με πλημμύρισες από ευτυχί

7/4/21

ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ


 





Ο Χαρίλαος Νικολαΐδης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέµβριο του 1986. Είναι δικηγόρος και λέκτορας Δημοσίου Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Essex στη Μ. Βρετανία. Ασχολείται µε την έρευνα και τη διδασκαλία. Έχει εκδώσει τη ποιητική συλλογή «Αλεπού στο αυτοκινητόδρομο» (2015) και έχει μεταφράσει τη συλλογή ποιημάτων της Edna St. Vincent Millay «Λίγα σύκα απ’ τα γαϊδουράγκαθα (2017).


1-1-ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ.doc

 


ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ (2015)


ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Ό,τι λάτρεψες θα χαθεί μαζί σου.
Χαμογέλα!
Δεν θα φύγεις με άδεια χέρια.


ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ

Τρύφωνας;!
Σε ρωτώ,
είναι αυτό όνομα
για τον καινούριο μας φίκο;
Εγώ θα τον φωνάζω Πολύκαρπο.


ΤΡΕΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ

αρνητικό φλερτ
Τι θα έλεγες να βγούμε καμιά φορά,
να πάμε σε κανένα μέρος, να φάμε τίποτα;
Γιατί όχι ε; Μη βιαστείς ν' απαντήσεις.
Eros, the cannibal
Μην τυλίγεσαι για το σπίτι. Θα σε φάω εδώ.
Ούτε μ' ενδιαφέρει η σειρά στο σερβίρισμα.
Αρκεί να έχω τα χείλη σου για επιδόρπιο.
απεξάρτηση
Δεν θα σε δω σήμερα. Θα κλειστώ στο δωμάτιο.
Και θα χαρίσω ό,τι έχω στους φτωχούς.
Εξάλλου, θα τα ξόδευα όλα σε ποιήματα.


ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ

Η πανέμορφη αυτή ιστορία
μας μαθαίνει
να γυρίζουμε στο σπίτι νωρίς.
Μας λέει επίσης ότι
-και στα παραμύθια-
δεν πας πουθενά
χωρίς την κατάλληλη γόβα.


GIACOMO CASANOVA

Από μικρός ήμουνα θύτης
και θύμα των αισθήσεων.
Σου έχω μιλήσει
για τις
εκατοντάδες γυναίκες μου;
Σου έχω πει πώς βγήκε η φράση··
«Αυτός έφαγε χυλόπιτα»;


EVE CURIE

Η μητέρα μου πήρε δύο Νόμπελ,
ο πατέρας μου ένα,
η αδελφή μου άλλο ένα
(μετά του συζύγου,
όπως συνηθιζόταν στην οικογένεια).
Ο άντρας μου παρέλαβε το Νόμπελ Ειρήνης.
Εγώ δεν τιμήθηκα ποτέ.
Ήμουν πάντα ξεχωριστή.


ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

«Η οικογενειακή γαλήνη εξαρτάται
από τη σχέση σου με τη συννυφάδα».
Πόσο δίκιο είχες μαμά...


 ΜΗΔΕΙΑ

Ας είμαστε πολιτισμένοι,
θέλω να γνωρίσω
τη νέα σου γυναίκα.
Με την πρώτη ευκαιρία,
θα περάσω.
θα φέρω και τα παιδιά.


ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΝΤΑΚ

Άκου εκεί τεμπέλης, τα ίδια λένε
για όλους τους καλλιτέχνες...
.. .τα χρώματα δεν τονίζουν
την τραγικότητα του ρόλου μου...
.. .στη βιομηχανία των κόμικς,
οι γνωριμίες είναι σημαντικές...
.μου πρότειναν να γίνω βοηθός του Μπάτμαν,
αρνήθηκα...
.. .η Νταίζυ ζήτησε να υπογράψουμε
προγαμιαίο συμβόλαιο...
.. .θα μάθει άραγε κανείς ποιος είμαι
(πέρα από τις εικόνες);


ΠΕΙΡΑΜΑ

Κράτα με ακίνητο στη μέση.
Θες να με δεις παιδί, σκέψου τη μάνα.
Θες να με δεις ώριμο, σκέψου το παιδί.
Ο χρόνος (όπως εγώ)
ορίζεται από τη θέση του παρατηρητή.
Ο χρόνος (επομένως)
δεν είναι λιγότερο σχετικός από εμένα.
Τον κρατώ ακίνητο στη μέση.
Παίζω μαζί του.


ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ

Την ημέρα
που θα κατοικηθεί το φεγγάρι,
οι ρομαντικοί θα μείνουν άνεργοι
και οι τιμές των ακινήτων στη γη
θα κατρακυλήσουν.
Επιπλέον,
αφού ο δορυφόρος μας
δεν πρόκειται να χωρέσει
όλους τους ενοχλητικούς,
θα χρειαστούμε σίγουρα
και τον Άρη.
Η μετοίκηση
στον κόκκινο πλανήτη
θα επιφέρει νέα πτώση
στα γήινα ακίνητα
πανικός θα επικρατεί
στις αγορές.
Εν τω μεταξύ,
οι ρομαντικοί
θα παραμένουν άνεργοι. 

 

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΡΕΑΛΙΣΜΟ

Όταν είχα πρόβλημα
πλησίαζα το κλουβί.
Το αηδονάκι μου εκεί.
Περάσαμε πολλά μαζί.
Μα ποιον κοροϊδεύω... είναι αργά για ρίμες.
Το αηδονάκι πέθανε,
έβρεχε,
κακός καιρός για κηδεία.
Το πέταξα στα σκουπίδια.
Την επόμενη φορά,
θα πάρω κάτι σε πορτοκαλί


ΑΔΟΚΙΜΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΣΕ ΤΡΙΑ ΜΕΓΕΘΗ

[SMALL]

αυτοϊκανοΠοίηση

[...] οδήγησαν τον ελεύθερο στίχο σε μίαν άλλη συμβατικότητα,
στη συμβατικότητα του επίμονα αντισυμβατικού.
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 26/11/2000

Οι συγκεκριμένοι τρεις στίχοι
γράφτηκαν για μένα, όχι για σένα.
Σταμάτα να κρυφοκοιτάς!
[MEDIUM]

επίδειξη

[...] το μοντέρνο Σημείο δείχνει το ίδιο το δείχνειν.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ, Καλοκαίρι στον σκληρό δίσκο (2002)

Της έβγαλε το δαχτυλίδι,
το έσφιξε στην παλάμη του,
φύσηξε δυο φορές,
άπλωσε το χέρι,
το δαχτυλίδι ακόμα εκεί.
Ω, τι μοντέρνος μάγος!
[LARGE]

πλαστογραφία

Lentulus: Gentlemen, posterity will envy us.
Herod: Posterity will call you an ass [...].
I, CLAUDIUS - BBC (1976)

Γράφω
(αυτό το βλέπεις και μόνος σου).
Όταν τελειώσω δεν θα έχει μείνει
τίποτα επιπόλαιο ή ανεπιτήδευτο.
Όλα θα εξυπηρετούν έναν σκοπό.
Ο σκοπός μού διαφεύγει, όμως
όσο με διαβάζεις εκπληρώνεται.
Γενικώς έχω πρόβλημα
με τον ύπνο.
Όταν δεν μετράω πρόβατα,
γράφω ποιήματα.
Το δέντρο πέφτει
μονάχο του στο δάσος
(μάλλον χαϊκού).
Υποκλίνομαι
στον αγαπημένο μου καθρέφτη.


ΘΕΑ

Από ψηλά,
όλα ένα ποίημα:
τα πάντα,
το τίποτα,
το ενιαίο, δυσανάγνωστο κάτι•
η απλότητα
με τις πολλές πλοκές.
Εντάξει,
η τέχνη δεν θα μας σώσει.
Είναι ωστόσο
παρηγοριά
η ακατάληπτη θέα της.


ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ

Πέρα από τον φράχτη
ξαφνικά
παύουν τα δέντρα,
τα λουλούδια, το χορτάρι.
Μέχρι τον άλλο φράχτη,
υπάρχει μόνο
στρωτό γκρι
με λευκές γραμμές στη μέση.
Περνάνε πράματα
μεγάλα ή τεράστια
(φτάνουν ταχύτητες
ασύλληπτες
για το
πονηρό είδος μας!)
Τη νύχτα φέγγουν,
από μακριά μέχρι μακριά,
πιο δυνατά
καθώς μας πλησιάζουν.
Ύστερα χάνονται
για πάντα
σε μέρη ανεξερεύνητα.
Εκείνος
που έχτισε τον φράχτη
πρέπει να δοξαστεί.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ


Edna St. Vincent Millay
δίγλωσση έκδοση

ΠΡΟΛΟΓΟΣ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Χαρίλαος Νικολαΐδης

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ευαγγελία Κουλιζάκη

1-1-μεταφραση

 

ΛΙΓΑ ΣΥΚΑ ΑΠ’ ΤΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΓΚΑΘΑ (2017)

Στον μη Ανέφικτο Εκείνον


ΠΩΣ ξέρω εγώ, αν δεν βρεθώ
Στην Κίνα και στο Κάιρο,
Εάν το εδώ που ευλογώ
Είναι στ’ αλήθεια άγιο;
Μπορεί το άνθος δίχως λάθος
Κάτω απ’ τη μύτη μου να το ’χω·
Πώς θα τ’ ορίσω αν δεν μυρίσω
Το Καρχηδόνιο το ρόδο;
Το νήμα της ακλόνητης αγάπης μου
Να μπλεχτεί ή να φθαρεί δε θα επιτρέψω
Όσο είμαι εδώ, - μα ω, παιδί μου ακριβό,
Αν ποτέ ταξιδέψω!


Η Κρατούμενη


ΕΝΤΑΞΕΙ,
Προχώρα!
Τι σημασία έχει ένα όνομα;
Υποθέτω πως όσο κλειδωθώ μέσα
Τόσο θα κλειδωθώ απ’ έξω!


Δάφνη
ΓΙΑΤΙ με κυνηγάς; Ρωτώ.
Ξαφνικά είναι πιθανό
Να γίνω βάγια, απλό φυτό.
Στου κυνηγητού τη μέση
Ν’ αφήνω στη δική μου θέση
Ροζ κλαδί να έχεις για τέρψη.
Σε ύψη, βάθη, αν θελήσεις
Όμως να με ακολουθήσεις
Έφυγα· - ο Απόλλωνας επίσης!


Η Εύθυμη Κόρη


Ω, έδιωξα τις έγνοιες μακριά
Απ’ όταν έσπασε η καρδούλα μου στα δυο!
Απολαμβάνω το αεράκι που φυσά,
Γελάω με τον κόσμο τον απλό!
Υπάρχει λίγη καλοσύνη κι ομορφιά
Το βάρος της ν’ αξίζει σε καπνό
Για εμέ, που έδιωξα τις έγνοιες μακριά
Απ’ όταν έσπασε η καρδούλα μου στα δυο!
Αν θέλεις να ξαπλώνεις, κοπελιά,
Όπως σηκώθηκες, με ύφος χαρωπό,
Καλύτερα στον εραστή μη γίνεις φορτικιά
Για καθετί που είπε μικρό
Σ’ εμέ, που έδιωξα τις έγνοιες μακριά
Απ’ όταν έσπασε η καρδούλα μου στα δυο!


Η Φιλόσοφος


ΚΑΙ τι είσαι που στη σκέψη σου
Πρέπει να μένω ξύπνια
Να κλαίω τις μέρες μου για σε
Τις νύχτες μια απ’ τα ίδια;
Και τι είσαι που στη σκέψη σου
Μέρες που κυλάνε λίγο-λίγο
Πρέπει ν’ ακούω τον άνεμο,
Και να κοιτώ τον τοίχο;
Ξέρω έναν άντρα πιο γενναίο
Και είκοσι άντρες σαν εσένα ευγενείς.
Και τι είσαι που να είσαι πρέπει
Το μόνο αρσενικό της γης;
Μα είναι κουτοί των γυναικών οι τρόποι,
Οι αυθεντίες θα σου πουν κοφτά, -
Και τι είμαι εγώ για ν’ αγαπώ
Τόσο σοφά, τόσο σωστά;


Σονέτο IV


ΘΑ ΣΕ ξεχάσω σύντομα, αγάπη μου γλυκιά,
Γι’ αυτό ν’ απολαύσεις τη μικρή σου τη μέρα,
Τον μικρό σου τον μήνα, τη μικρή μισή χρονιά,
Προτού ξεχάσω, ή πεθάνω, ή πάω παραπέρα,
Και για πάντα χωρίσουμε- σε λίγο μόνο καιρό
Θα σε ξεχάσω, όπως είπα, όμως όσο θα μένω,
Αν μ’ ικετέψεις με το ψέμα σου το πιο τρυφερό
Θα σου τάξω τον όρκο μου τον πιο λατρεμένο.
Αλήθεια, η αγάπη θα ήθελα να ζούσε πιο πολύ,
Και οι όρκοι να μη σπάνε μ’ ένα άγγιγμα,
Μα έτσι ορίστηκε, η φύση έχει σκαρφιστεί
Να συνεχίζει να παλεύει χωρίς διάλειμμα, -
Είτε βρούμε αυτό που ψάχνουμε, είτε όχι,
Το ίδιο κάνει, θα σου πουν οι βιολόγοι.


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
(Απόσπασμα)
...
Η Edna St. Vincent Millay (Έντνα Σεντ Βίνσεντ Μιλλέυ, 1892-1950) είναι μια εμβληματική φιγούρα της Αμερικανικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στο Μέιν των ΗΠΑ, σε οικογένεια με περιορισμένα οικονομικά μέσα που σύντομα διασπάστηκε, μετά τον χωρισμό των γονιών της, όταν ήταν 8 ετών. Μεγάλωσε με τη μητέρα της και τις αδελφές της, ενώ από νωρίς ασχολήθηκε ενεργά με τη λογοτεχνία δημοσιεύοντας το πρώτο της ποίημα σε ηλικία 14 ετών. Πνεύμα ανήσυχο, αμφισβήτησε τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της μέσα από το λογοτεχνικό της έργο, την ακτιβιστική της δράση, ακόμα και μέσα από την έκφραση της σεξουαλικότητάς της. Οραματίστηκε ένα νέο πρότυπο απελευθερωμένης γυναίκας δημιουργού, το οποίο και ανέδειξε σταθερά. Η πρώτη της ποιητική συλλογή (Renascence and Other Poems) κυκλοφόρησε το 1917, τη χρονιά που η Αμερική εισήλθε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια χρονιά, η ποιήτρια αποφοιτά από το Vassar College και μετακομίζει στη Νέα Υόρκη.
Το 1923, η Millay έγινε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το βραβείο
Pulitzer για την ποίηση, μετά τη θέσπιση της συγκεκριμένης κατηγορίας βραβείων. Το βραβείο απονεμήθηκε και για το παρόν έργο. To A Few Figs From Thistles (1920) είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή και η πλέον γνωστή στο ευρό κοινό ως προς τα ποιήματα τα οποία περιέχει. Ειδικά το ποίημα First Fig έχει χαρακτηριστεί επανειλημμένως ως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τετράστιχα στην Αμερικανική λογοτεχνία.
Η παρούσα συλλογή επαναπροσδιόρισε όχι μόνο την ποίηση της Millay, αλλά και, γενικότερα, τον ρόλο της γυναίκας ποιήτριας στο λογοτεχνικό στερέωμα, διευρύνοντας τα όρια του «επιτρεπτού» στον γυναικείο ποιητικό λόγο. Η Millay γιορτάζει την παροδικότητα του έρωτα. Απορρίπτει τη συναισθηματολογία της χαμένης αγάπης, όχι όμως το συναίσθημα. Απελευθερώνεται από τα στερεότυπα του παρελθόντος.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ευαγγελία Κουλιζάκη
(Απόσπασμα)

Εάν κοιτάξουμε προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένα νήμα που διατρέχει πολλά από τα ποιήματά της και λειτουργεί αποκαλυπτικά για τα συγγραφικά της κίνητρα: δεν έγραφε επιδιώκοντας χη φήμη, ανεξάρτητα από το πόσο αποτελεσματικά σκηνοθετούσε τον εαυτό της και διαχειριζόταν την εικόνα της - για να ενεργοποιεί το φαντασιακό των ανθρώπων και να μεταμορφώνει τελικά την ίδια τη ζωή σ’ ένα μικρό κομμάτι τέχνης, με τον τρόπο που ένα θραύσμα γυαλιού στην άσφαλτο μπορεί να φαντάξει σαν πολύτιμος λίθος, με κατάλληλο φωτισμό. Αυτή ακριβώς η ικανότητά της είναι που διατηρεί την υψηλή θερμοκρασία στα ποιήματα και, με δεδομένη τη σκηνοθεσία, είναι εντυπωσιακό που τίποτα κίβδηλο δεν υπάρχει εδώ, κανένα
ψεύτισμα, αλλά μια ευκρινής αποτύπωση θάμβους σε μικροκλίμακα.
Υιοθετούσε μια ευρεία γκάμα ρόλων — όχι μόνο έμφυλων ρόλων - που
καθένας απ’ αυτούς ξεχωριστά της επέτρεπε την προβολή μιας διαφορετικής οπτικής, στήν οποία προσέρχονταν για να κατοικήσουν τα ποιήματα - δηλαδή να δημιουργήσουν ευκαιρίες, να θέσουν ερωτήματα ή να δραπετεύσουν από την πραγματικότητα. Δεν έγραφε επίσης με πρωταρχικό στόχο την επιτέλεση μιας «νέας» θηλυκότητας, δεν είχε δηλαδή κάποια φεμινιστική «ατζέντα». Ωστόσο στην παρούσα συλλογή η Millay ενέγραψε το ιδίωμα ενός νέου τύπου γυναίκας που αμφισβητούσε τις καθιερωμένες αντιλήψεις για το φύλο, την κοινωνική τάξη και τη σεξουαλικότητα. Στο φιλοσοφικό και αισθητικό βάθος της ποίησης της το έμφυλο σώμα αντιπροσωπεύει ένα σύνθετο υλικό, μέσω
του οποίου τίθενται υπό έλεγχο οι εκφραστικές και αυτοβιογραφικές συμβάσεις του παραδοσιακού λυρισμού. Στο 19ο αιώνα, εάν επιθυμούσαμε να εξερευνήσουμε τη συναισθηματική ζωή μιας γυναίκας, είχαμε τις εξιδανικεύσεις της Elizabeth Barrett και της Christina Rossetti ή την κρυπτική στενογραφία και τον ασθματικό τροχασμό της Emily Dickinson. Στη Millay εντοπίζεται η τροποποίηση αυτού του πλέγματος ρόλων που προσδιορίζουν τη γυναικεία υπόσταση και η πρόκριση μιας ρευστότητας ως προς την έννοια της θηλυκότητας που φτάνει, στα πιο εκρηκτικά παρακλάδια της, μέχρι τη Sylvia Plath και την Anne Sexton.

20/1/21

ΠΕΤΡΟΣ ΒΕΛΟΥΔΑΣ

 






ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ   (2001)


ΣΛΑΛΟΜ


Μια γνώριμη ευαίσθητη
περιήγηση σε μονοπάτια
που συνδέουν το γνώριμο
με το άγνωστο και όμως
θεληματικό αποβεί χρήσιμο
για την πεπειραμένη καθορισμένη
προσωπικότητα...
Μες τις χαράδρες που
διασχίζει η φαιά ουσία
και ο εγκέφαλος αιματώνεται
αυτό το σλάλομ διεγείρει
την υποτιθέμενη πνευματική
ανετοιμότητα...
Είναι το φως που θαμπώνει
την εγωκεντρική τύφλωση
είναι οι βρυχηθμοί που ξεδιπλώνουν
την δυσκολία άρθρωσης ανθρώπινου λόγου....
Είναι η αποστασιοποίηση
από τις γήινες φαντασιώσεις
που υπαγορεύουν να βρίσκεται
άυπνη η αποτύπωση της γυμνής κακοδαιμονίας.
Σλάλομ είναι οι σχέσεις
οι υποσχέσεις σε επισκέψεις
που ομολόγησαν ότι δεν συναντήθηκαν
ποτέ!



ΣΥΓΝΩΜΗ ΣΕ ΧΡΥΣΟ ΚΛΟΥΒΙ


Η συγνώμη δε γυρίζει το μαχαίρι
όταν σχίζει, την καρδιά που στάζει
μέλι όταν λένε οι Άγγελοι
πώς ξεχάστηκαν στα αλήθεια
της γιαγιάς τα παραμύθια...
Καναρίνια που
στενάζουν στο κλουβί
όταν τα βάζουν
και φαΐ και να τους δώσεις
φλυαρίες και μανδύες
που ακουμπούν καλές
αξίες.
Η ζωή δε συγυρίζει
σαν την σκούπα που
γυρίζει και αφήνει και
ψεγάδια, αμαρτίες
και σημάδια.
Στο συρτάρι κλειδωμένο
σαν σκυλί παρατημένο
μένουν μέσα οι φοβίες
που ποτίζεις με απορίες...
Περιμένεις να ανθίσουν
λουλουδάκια που μαραίνουν
σαν παιδιά που περιμένουν
να τους δώσεις τα εφόδια
πριν περάσουν τα διόδια.



Η ΠΡΩΤΗ ΝΙΟΤΗ


Η βροχή που δυναμώνει
μες την νύχτα βαλσαμώνει
το χλωμό-θολό τοπίο
και το χιόνι το βραβείο...
Μη φοβάσαι το σκοτάδι
φταίει το πάθος
που το χάδι είχε
χάσει το σημάδι
καθώς ερχόταν το βράδυ.
Κρίνε πριν σε κρίνουν
άλλοι θες να αγγίξεις
το φεγγάρι, όμως
σε προλάβαν άλλοι...
Ένα βότσαλο στη λίμνη
θα ταράξει την γαλήνη
που νοίκιαζες την μήνι
κι άλλος είχε την ευθύνη.
Γέλα να σε δούνε
τ'  άστρα και της νιότης
η κρεμάστρα πάντα θα
σε περιμένει να κρεμάσεις
το...νυστέρι.



ΧΕΙΜΩΝΑΣ


Έβρεξε και θύμισε
χειμώνα μέσα στην
καρδιά του Παρθενώνα
και ένα περιστέρι με ολόλευκο
χιτώνα έφερε μήνυμα
αλλαγής αιώνα...
Έβρεξε και μύρισε
ελαιώνα όπου οι
στρατηγοί διατάζουν
σε ανύπαρκτο στρατώνα
και οι άπιστοι κρύβουν
την προσευχή μες τα κανόνια...
Έβρεξε πλημμύρισε
η πλάση και ο Θεός
ο πάνσοφός ίσως
ξεκουράσει τις
κρύες βόλτες
των ανθρώπων
ο ίδιος ας αλλάξει.
Έβρεξε ξημέρωσε
και τώρα που είναι
πια η ώρα όλοι μαζί
ας συσκεφτούμε
αυτό τον δύσκολο
χειμώνα μην χαθούμε
την αγάπη στον συνάνθρωπο
μ’   απλοχεριά να σκορπούμε.




ΞΕΧΑΣΕΣ


Έκανες λάθος
και το ξέρεις πρέπει
τώρα να προσφέρεις
έφταιξες και υποφέρεις...
Μες της ζωής το σταθμό
θα περιμένεις την άνοιξη
που ανασαίνεις
γέρασες κι όμως
δεν πεθαίνεις.



Ο ΓΛΑΡΟΣ


Του ουρανού το
μαξιλάρι και του ήλιου
το δοξάρι στεφανώνανε
την μέρα μες το πλοίο
μια γαλέρα.
Στα ξανθά μαλλιά
του ήλιου καρφιτσωνόταν
επάνω ένας γλάρος
από άμμο...
Και αν με κέρασες
κουράγιο εγώ ήμουν
στο μουράγιο και
αγνάντευα το γλάρο
που αλήτευε στο φάρο...
Η αγέρωχη μορφή του
και η ολόλευκη στολή του
ήταν ήδη τιμημένη με
παράσημα φτιαγμένη.



ΡΕΣΙΤΑΛ


Ρεσιτάλ αποτυχίας
σε απαύγασμά κακίας
μοναξιάς και συνοδείας...
Ρεσιτάλ τελειομανίας
από χοϊκούς ανθρώπους
εραστές της μεγαλομανίας
και της δήθεν ειρωνείας.



ΒΑΡΙΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ


Σου ματώνουν την ψυχή
και εσύ δε λες κουβέντα
σου πληγώνουν την ζωή
τα ασήμαντα, τα σκέτα...
Περιμένεις τη στιγμή που
θα βγεις με θάρρος στην ψηλή
την κορυφή για να δεις το...βάρος.


 
ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ


Όταν δακρύζει ο ουρανός
τα γαλανά μαλλιά του αγγίζουνε
το ολόφρεσκο γεμάτο θλίψη χώμα
Και όταν γερνάει ο άνθρωπος
γυμνό απλά ξεντύνουνε
της μοναξιάς το σώμα.




Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ


Μιλάς στη σιωπή και περιμένεις
μιαν απάντηση χτυπάς την πόρτα
της καρδιάς μα καρτερείς την άνοιξη...
Κλείνεις τα μάτια σου να δεις με την ψυχή
σου την ερημιά της μοναξιάς της απάνθρωπης...
Ζωή ζητάς και όχι κατάχαμα να παραπατάς
στης συννεφιάς την θλιβερή την σκάλα
νιώσε μόνο του Θεού το χαμόγελο
και η προσευχή σου ανθεί είθε να φέρει
και της αγάπης την λιακάδα.




ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ



 
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Τριγυρνάει σε λάθος τόπους
χαιρετάει την αίσθηση του απόλυτου
Περικυκλώνει τον χρόνο
ο ταξιδιάρης χρόνος.
Σπαταλάει μόνος του
την διακριτικότητα της συνέπειας...
Βρίσκει τον εαυτό του
υπόλογο του τίποτα,
διευκρινίζοντας
το συνεργό της εγωκεντρικότητας
Υποχθόνια καταλαμβάνει
την αίσθηση ..
το χαμένο στοίχημα
του χρόνου
είναι το ραντεβού του
με την αιωνιότητα.
Η μοναξιά περιμένει
υπομονετικά την καταδίκη της.




Η ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ


Το να μετράς
είναι επιστήμη
το να γερνάς
δεν μπορείς
να ξεφύγεις
από την φύση...
Το να μισείς
είναι ένα ανήμερο
θηρίο που τρώει τα
δικά σου σωθικά τα σκοτεινά.
Για να ζήσεις γαλήνιος
πρέπει να ξέρεις να ... προσεύχεσαι. 



Η ΜΝΗΜΗ 


Ακονίζονται οι ιδέες
τα σταυρόλεξα των διλημμάτων
η ομορφιά της ζωής.




ΕΠΕΙΓΟΝ


Αρρώστησε η σκέψη
άμεση στιχουργική επέμβαση
επείγον.


ΚΡΑΣΙ


Ευφραίνεται η καρδία
και μια πολυλογία
τρικλίζουν στα σύννεφα
οι λέξεις.


ΣΥΝΗΘΕΙΑ


Μπλούζες ασιδέρωτες
χαμόγελα σάπια
ποιητικός… πονόδοντος
μια συνήθεια.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ   


Ο Πέτρος Κυριάκου Βελούδας γεννήθηκε στο Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας το έτος 1977, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Πραγματοποίησε σπουδές Ελληνικού πολιτισμού στο πανεπιστήμιο Πατρών-ΕΑΠ  και μεταπτυχιακές σπουδές σαν παιδαγωγός προσχολικής ηλικίας-βρεφονηπιαγωγός.
Ποιήματα του βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, μεταφράστηκαν σε Αγγλικά, Γαλλικά και απαγγέλθηκαν σε ποιητικά συνέδρια ποίησης στην Τυνησία. 
Σε εφημερίδες του Αγρινίου δημοσιεύονται ποιήματα και χρονογραφήματα του. 
Έχει εκδώσει τη ποιητική συλλογή  Παράλληλες πολιτείες (Εκδόσεις ΙΒΥΚΟΣ Αγρίνιο 2001)



7/1/21

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΕΝΟΣ

 










ΣΗΜΥΔΕΣ  (2008)



ΠΟΤΑΜΙ ΚΙ ΟΝΟΜΑ


Με ένα τσιγάρο μέμνησο
κι ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο καιρό
ανάμεσα στα γόνατα εδώ και αιώνες

κι από τα μέρη που κοιτούν τα ωραία αγάλματα
ξεμύτιζαν αυτόχθονες παρθένες
με το σπασμένο βατόμουρο το στόμα τους
κι όλο έφευγαν αμίλητες βαθιά
στων ποιητών τα βράδια

μα εγώ για σένα μόνο έγραφα
κουπί λυμένο απ’ το κομποσκοίνι του θεού
ως το άλλοθι του νερού
κι όταν κρύωναν τα άκρα μου
ήταν που άλλαζες ποτάμι κι όνομα 



ΚΑΤΑΦΥΓΗ


Μη με ρωτάς με πρωτοσέλιδα
κι αναρτημένες προσμονές
εγώ ποτέ μου δε σχολίασα υπόγειο χαμόγελο
και τελευταία
αποφεύγω να διαβάζω φωναχτά
το υλικό των ημερών

μετέφερα το σώμα της ανάγκης
στα κρεβάτια των κισσών
κι οι σπουργίτες ανέλαβαν των αηδονιών τη συναυλία

ψύχρανε εντός βροχή μου
κι οι στέγες κλαίνε κατηφόρα

ρίξε κάτι πάνω σου
μην κρυώσεις
που σε έχω και σένα στο νου μου



ΚΑΤΑΦΥΓΗ





ΝΥΧΤΟΠΟΙΩ


Πήρα χαρά και βράχηκα εσένα
το λόγο των σεισμών
μου το ’πε με ίδρο το όνειρο
μην αρνηθείς ότι ήσουν
-έτσι δε λεν
στην άκρη στα χαράματα αληθινό το τέλος; -
ήσουν το τώρα εδώ και ήσουν σάρκα και οστά
και μας εκτίναξε ψηλά διαφορά δυναμικού έξοχου
πόνου
τώρα κι όχι στο πάντα
τη λέξη αυτήν την ανυπόστατη τον αφερέγγυο όρκο

πλαγιάζουμε μισόκλειστοι στ’ αριστερό πλευρό
ξυπνούμε μόνοι το πρωί
σαν ψέμα ζωντανό σε μουδιασμένο χέρι
με κάτι υπόκωφους ψαλμούς
οχ.... οχ...
θα μου πεις πώς αλλιώς
με ποιες χορτάτες βλέψεις ποιες ιαχές
αφού οι άνθρωποι αγαπούν με συλλαβές
και με εμβαθή υποκοριστικά ψυχούλα μου

χατιρικά διαγράφει τον ήλιο ο καιρός
νυχτοποιώ τη μέρα
να σ’ έχω στη φάση του εφικτού
μ’ όλα τα εικοσιτετράωρα πρόσωπα
φεγγάρι μου ένα 



ΝΟΤΕΣ ΤΗΣ ΣΚΟΝΗΣ


Πώς να μιλήσω με ποτάμι
ο νους του θάλασσα
μια χούφτα πρόλαβα νερό μάτι λοξό
και κατηφόρα πλώρη
δε μαϊνάρω πια
τη δεξιόστροφη στοίχιση των νοημάτων
λείπεις κι εσύ
ραγδαίοι οι περίπατοι του ανήλιου
στο άχτι του ουρανού
μοσχομυρίζω αρχαία κολόνια
μα πού είσαι
σύννεφο νότες της σκόνης με τα ασύμμετρα πέλματα
σε γωνιές ευάλωτος πιο βαθιά
του σούρουπου τα υπόγεια
αν ήξερες
χρεώθηκα την πιο ευώδη ερμηνεία του πόθου
επίμονα να διατυπώσω
το ανεκπλήρωτο
το ελατό του πόνου σώμα
κι όλους τους υγρούς σχηματισμούς
τα λιμάνια
τις όχθες
τα τσίνορα

αν ήξερες
πόσο σε δίψασα δε θα τολμούσες
να μου λες έναν ξερό ματόκλαδο ήχο 



ΑΠΟΓΕΜΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ


Κυρά μου
συμμάζεψα τις συνοικίες μου εδώ και ώρα
το έξω με τη σκόνη του
το μέσα με τα αίματα
πότισα τα βασιλικά
ξυρίστηκα
μυρίστηκα βαθιά
και σε περίμενα με αχνιστό καφέ

απ’ του απογέματος τον πλάγιο ύπνο
πώς έτσι με κοιτάς μισή
μ’ αυτά τα μάτια τα σπαθοχελίδονα
στο μέτωπό σου ένα σχόλιο πελάγου εμφανές

εδώ ’μαι
έλα κάτσε
να σου πω ένα φιλί ροδάκινο στο στόμα
που μακριά μου
τόσο όνειρο ατέλειωτο καιρό
η φλούδα του πονούσε 




Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


Λέγει ο ποιητής

«Σκάρτη Αστάρτη
γκρεμίζω όλους τους ναούς σου
με τις ξενοφίλητες πέτρες
και πάθη χώματα γεμίζω τα άβατά σου
ήτανε ξένος ο χιτώνας

κι έρχεσαι τώρα εσύ
το χέρι η άνοιξη
σκεπάζεις το λεκέ μ’ ένα λουλούδι
τη λέξη
αυτήν την ιερόδουλη
την πλήρως ενδοτική στα έτη
την ηλικία
του ποιητή

παρόλα αυτά
θα ’θελα να σου πω
πως τώρα που ’φερε το θέρος
τις εφεδρείες των άστρων
να χρηματοδοτούσες ένα όνειρο...»

Στην ηλικία του ποιητή απέτυχα
Διάβασα όλα του τα ποιήματα
Κάπου έγραφε
για μια δεκαετία γιασεμιών 



ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ


Που θαρρείς σε έσπασα παράθυρό μου
Ένα σε έχω βορειοανατολικό νερό

Αστράφτω τσακμακόπετρα στη νύχτα
του ποιείν και του φόβου των λέξεων
και στη μονήρη διακονία έγκλειστος
σε πλέω απ’ τη μεριά των ματιών
να ‘σαι εδώ 
δάχτυλα και ποτάμια σκουπίσματα
βαθιά ως την άλλη όψη
που μιλάει η φουρτούνα
με το αληθινό μου όνομα

δειπνά ο καιρός βάρος κορμί χελιδονιών
μη με νυχτώνεις
μην πεις που μακριά σε πρόφτασα
δεν είχα πια χέρια να πιαστώ
σ’ ένα χαιρετισμό αντάξιο του περίμενε
κι όμως ήταν μέρα γιορτής

σκεύασμα ανθρώπου
διάτρητο έγγραφό μου
διπλώνομαι κνήμη σε λόφους τριγύρω εκτελέσεων
κι αν δε σε λέω πρόχωμα
μ’ ένα χαμόγελο διπλό οχύρωσέ με 



Μ’ ΕΝΑΝ ΙΟΥΛΙΟ


Δανεισμένα
Δυο κουταλάκια καφέ
Πικραμένα τσιγάρα
Όλη νύχτα σχεδόν
Σε περιέγραφα με αφόρητα χρώματα
Σε διέγραφα
Μ’ όλες τις γραμμές που ξέρω
Κι ύστερα
Σε παρθένο χαρτί
Με αίματα
Με θυμούς περισσεύματα σ’ έντυνα
Με την τρέλα του τίποτα
Ξανά
Απ’ τους ώμους αρχίζοντας
Με τα κύματα των μεγάλων στιγμών
Κι ένα βάθος στεριά ποταμούς
Ώσπου σε έκαμα γνήσια θάλασσα
Με έναν Ιούλιο ν’ ανάβεις του στήθους το φως
Με μια μπόρα να διασχίζεις το λευκό μου πουκάμισο 



ΔΡΟΣΕΡΟ ΝΕΡΟ  


Σα φεγγαράκι διάφανο
Απ` τα φιλιά και την αγρύπνια
των χορών μικρών ωρών
κατρακυλά φτάνει στην πύλη
στύβει χυμό απ` το λυγμό
το ωραίο δάκρυ σου
διαγράφει την καμπύλη
στην κατηφόρα των παρειών

έλα μην κλαις για τις τροχιές
που ξόδεψες αλλού
όπως παλιά στη νικημένη μου αγκαλιά αφήσου
και τίποτα μη λες αποκοιμήσου

τι καις λοιπόν να σε χαρώ
δες με λιγάκι
τον έρωτα με το χρυσό φτερό
στο διπλανό ρυάκι έχω στείλει
να φέρει δροσερό νερό



ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΑΚΡΥ                   


Ποτέ που ζούμε ο κόσμος
δεν είν` αυτός ο κόσμος των ανθρώπων
σούρουπο μέτωπο δυο λέξεις θλιβερές
για κάτι αφτέρουγα πουλιά 
που σπαρταρούν στην κίτρινη χερσόνησο των κρότων

στα όνειρα μόνο ψηλαφίζουνε τους κόμπους
τα ξεχασμένα λύνουνε σχοινιά
κι η άνοιξη βγαίνει στους δρόμους
μ’ όλα τα δέντρα 
μ’ όλες τις σημαίες
θρόισμα παραλήρημα
και ό,τι τόσο ψίθυρος βελόνι αμείλικτο
ανοίγει ορίζοντα με χαρακιές
εκεί που ξύνουν το βελούδο τους τα ελάφια
να τρέχει δάκρυ καθαρό παγκόσμιο δάκρυ
με την κατάθεση του ήλιου 
να ξεχειλίζουν τα πικρά φρέατα των αιώνων

σπάζοντας τα παράθυρα της ρέμβης
κοιτάμε απέναντι
στον εαυτό μας μέσα



ΛΙΑΚΩΤΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ


Όταν ξαπλώσεις
στο λιακωτό της νύχτας
μην κάνεις την αποκοτιά
μες στη φωτιά της καληνύχτας
τη σκέψη σου να απλώσεις
στα πέτρινα κατώφλια του μυαλού
που βλέπουνε στις αγορές του κόσμου

προσεκτικά να τη διπλώσεις
με ένα κλωνί φρεσκοκομμένου δυόσμου
πάνω στο χνάρι της μορφής μου
όχι αλλού

στα δυο εκεί
άμα πεινά
να σπαταλά απ’ τη ζέση της αφής μου
στης έγνοιας μου το φτέρωμα
να ξαγρυπνά γλυκά
και να ’χει
σαν τα αγιορείτικα παλιά καθολικά
και του ώριμου καιρού το στάχυ
του δειλινού το μέρωμα

Καλό ξημέρωμα



QUELLE VII


Πας
και όνομα Απρίλη σε βαφτίζω
στην τρέχουσα πηγή των οφθαλμών
Το ’να μου πόδι στο κατόπι σου
τ’ άλλο μου χέρι στην ανάρτηση του νάρκισσου
επισκευάζοντας ζωή
μα όσο να αναδυθεί σώμα του νου απ’ τη λύπη
σκοντάφτει μέρες
Είναι γριά η πέτρα τούτων των διωγμών...”

έτσι κέρδισα να μιλήσω απόψε
μ’ έναν ευρύχωρο θρόνο μοναξιάς
όπως διαρκείς όπως φεύγεις
φορώντας τα πέλματα των ρόδων
και το σημείο της επαφής παραμάσχαλα



ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΝ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ (ΝΑΜΑΜΑΝΑ)


Δυόμισι άνοιξη πάνω στην πέτρα
παραπατάει η θάλασσα και λείπει το νερό
παραπατώ μια σκέψη που από το νωρίς του ονείρου
τη μάνα μου ήθελε ρώγα και παράπονο σταφύλι
να κλείσει έναν κατάσαρκο ύπνο και δεν είχε
αγγέλου χείλι και δοκιμών φτερά
ολόκληρα ζεστά και τ’ αστέρι στο μέτωπο

δεν πρόφτασα δεν ενθυμούμαι

κι ό,τι λέω τώρα με την καρδιά το πλέω
το στρουμπουλό πουλί που άλλαξε πολύ
στην ίδια θέση έτρωγε κόκκινο στη γνωριμία των εποχών
κι ας το ξενίτευα εδώ κι εκεί στην ίδια θέση
έπαιρνε μέρος στήθος στο όριο των προβλέψεων

σε ύψος σε περπατησιά σε αγάπη

μια εποχή σε χώρα στήθους άλλωστε κι αυτή
νοτιάς ο δρόμος Σαββατόβραδο
ο Ιούλιος να φεύγεις
τετράτροχη με τα μάτια τού δε σ’ αφήνω
τα τραβήγματα στην πλάτη και ξανά απ’ την αρχή
κυπαρισσία νύχτα

άλλωστε
μπορείς πουλί να αντέξεις
λιγάκι μια σχισμή όχι παραπάνω
ένα διάδρομο ανάμεσα χωμάτων
να πάμε στη μάνα μου να κατεβαίνω 
τον πρόλογο τρέχω επίλογο
δεν έχω ιδέα πώς ανιχνεύεται ο μόνος στη σιωπή
πατάει ξερό κλαδί
ή ανάβει άνθος ηλίου υποτροπιάζον

δάκρυ με το σπασμένο κωδικό
θα τα χαλάσεις τα μάτια σου




ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΟΝ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ  (ΝΑΜΑΜΑΝΑ)







ΕΝΑΛΙΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ    


με βρέχεις εικόνα 
μισός σκοτεινός
κι ο άλλος υπόλοιπο
με του σύννεφου την πέτρα στο χέρι
δεν ξέρω πώς να βγω
με ποια λογική ανέμου
από τούτο το τετράγωνο

έμελλε 
να ζήσω με μιαν απόσταση χεριών 
φεγγάρι μου
και αναπηδητά κάτω απ’ το δέντρο της σπουδής
να ’σουν τουλάχιστον σε προσιτό κλαδί
το βαρύ επιδόρπιο
με ουρανού υλικά να σκύβεις
διπλή πυρόσβεση και να συγκλίνεις
στη φωτιά

ματαίως
αγκίστρι
δίχτυ
ωμή παλάμη
και άλλους ό,τι βρω άρπαγες
απ’ το λαιμό να κατεβάζω το θεό μου
κι όλα στα μισά
κι όλο μισά σου ανοίγω λόγια
με αθάνατα λυχνάρια τι δουλειά έχω
άναψα στα τσιγάρα μου ναρκωτικά σινιάλα
και ενάλιος στο παράθυρο
σ’ ευτυχισμένο χάλι βαφτίζομαι Αύγουστος



ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ


Μένει λέει σε μιαν εξαίσια θέα και μια θάλασσα
οι εξώστες στο σχήμα φακού των ματιών
τα στηρίγματά τους μηροί γυναικών που αντέχουν
τον έρωτα
το πρώτο που σπρώχνει πίσω το στεναγμό ένα ααα
του πελάγου
γυρνάει τα χέρια του νου κλείνει τη μεγάλη πόρτα της
δύσης
ένα πιάνο και η φωνή των εποχών καταμεσής
βουίζουν στα παράθυρα οι έξοδοι καθρέφτες
κι ο πολυέλαιος σταλάζει κόμπο κόμπο κρύσταλλο
την ευτυχία του κόσμου

τελευταία νυχτώνει εκεί μες στην τέλεια νύχτα

τρώγοντας θαύματα δεν είχα άλλη οδό να παραστώ
στη σύναξη των επινενοημένων
μα εσύ παίζε ολούθε μουσική να αντηχώ επίκληση
κι έχει καταφτάσει στα προάστια του σκοταδιού
μια αγκαλιά ισχυρά τριαντάφυλλα 



ΑΦΙΕΡΩΣΗ ΣΕ ΠΟΙΗΤΗ


Υπάρχει κι η πληγή
που πέταξε τα γιατρικά
κι έσωσε τον αληθή της πόνο

προχωράει μπροστά με τη σημασία λέξη
στρίβοντας την παρέλαση απ' το δρόμο του μυρμηγκιού

κι όσοι εκτρέφουνε στις νύχτες τους ξημέρωμα
έτσι κάμνουν ξωπίσω της
προσέχοντας
μην πατήσουνε τα τίμια δώρα της γλώσσας 



(ΑΣΚΗΣΗ ΓΑΜΑ)


Τυχαία όπως όλα τα ωραία
Τυχαία τα ωραία άλογα
Που με ροδοπάτησαν
Αγάπες τα ευγενικά ζώα
Στέκονται από πάνω μου
Και τα βράδια τους μάτια χλιμιντρίζουν
Ποτέ ποτέ

Υπακούω
Μη με οσμίζεσαι ψέμα
Κι αχ αχ
Αναδρομικά τα σπασμένα πλευρά των φιλιών
Κι οχ οχ ο πόνος
Να μ’ έβρισκε ξανά
Κάτω απ’ τις οπλές των παλαμών σου 



ΑΦΩΝΙΑ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ


Δεν έχει λόγο να ειπωθείς
να εγγραφείς δεν έχει χώρα

όνομα δίχως στην ευρεία αγορά
δίποδο φως πάτησες τον αχινό της ζωής
και τρέμουν οι σαράντα πέντε δρόμοι

μην πεις
μακράν
τα φωνήεντα του αύριο δεν περιέχουν ίχνος γέλωτα
άλλοι μας πήρανε
την πόρτα
τη φωτιά
το τζάκι των ματιών ορυμαγδός

γελάνε τώρα πίσω απ’ τις υπογραφές των προπωλήσεων
ψιλά γράμματα
δες τα ονομαστικά κτίρια
στις προσόψεις καθρέφτες
την εξοστρακισμένη μας εικόνα

μα πού ήμασταν
πού ήσουν την ώρα της μελάνης



ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Ι               


Είδα Ηώ
με το ωμέγα την ήττα του ήλιου
την ουσία των πραγμάτων και των ανθρώπων

πώς ξεπλένεται αλάνθαστα στο χαρτί η Ιουδήθ 

έχει κατάσχει τον καθαρό πηλό της γης
και γράφει μας αγγεία πολυσχιδή
και τέμπλα και σκαλοπάτια ωραίων Πυλών και λέω 
χαλάλι το αψύ βάσανο
μούσκεμα ο καθρέφτης καταρρέει αγγέλους

και συ Λέα
που ξέρεις πώς σπάζει κλαδιά
το λάμδα των ξένων δακρύων
μπήκες αμέσως στη γιορτή
δίχως μανδύες κι αίθουσες αναμονής
κατέχοντας το διαρκείας εισιτήριο

βγάζω για σένα Υλλιώ
τους μόρτες τα μαύρα γυαλιά μου
να δω τον κόσμο απ’ την αρχή
κι ενδοτικά φιλώ  με κάρβουνο φιλί
λεηλασίας ανέμους

γυναίκες της άνοιξης



ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΙΙ     


πάψε ως το κοντολογίς φλύαρη γραφή μου

με κοινοποίησες πάλαι 
λεπτομερώς σε εποχές
κι είδα τη σιωπή να κρύβει ένα πίσω
ξέφωτο χλόης που ψάχνει τα ελάφια του

πικράρωμα της ξενιτιάς 
θα δοκιμάσω
μιαν εκτίναξη αγάπης  απόψε στου θηρίου τις πλαγιές
να ’χετε το νου σας
κι έτοιμο της παρηγοριάς το φορείο
μη δε σκαλώσω σε καμιάν ακμή του σωσμού

κι αν αντιστραφώ
μες στην καταστροφή σίγουρα 
της σύγκρισης σπασμένος στίχος
τουλάχιστον
θα με έχει κατοχυρώσει η μουσική σας στην πτώση
μόνος να τρώω να πίνω τις λέξεις

δε θα σας πω ευχαριστώ

μόνο σας στέλνω
πάρτε το σπίτι
το δωμάτιο
το παράθυρό μου
στη θέα της βροχής 
όλα μου τα δέντρα
όπως μου στέρησε το μακριά πολλά τραγούδια
με του σώματος με του νου τις αιτήσεις
και πάλι ανατολίζομαι στους ψιθύρους σεισμούς

πού εκρήγνυται το όνομά μου ως φωνήεν αγάπης;


ΕΝΔΟΦΘΑΛΜΙΑ ΠΙΕΣΗ


Έφυγε
πάνω που η λαθεμένη προσμονή παραπατούσε
έφυγε
θα πλήθυναν τώρα κατά έναν
οι αρχηγοί των αγγέλων
έφυγε στη λάμψη
μη
μην το πεις εμβολισμού οφθαλμέ
και σπάσουν των ταχυτήτων τα κουπιά
-πριν φτάσει στη νηνεμία
δε φέγγει πλήρωμα του χρόνου-

λάμνει στο απέραντο κι ακούει
την κραυγή των μυώνων
τι θαρρείς
έι οπ έι οπ το πληγωμένο φως
έι οπ έι οπ
και πίσω
των θνητών οι αμέθυστοι απελπισμοί

όσο αγάπη δίχως έρμα
φεύγω χωρίς φευ δεν υπάρχει



ΕΔΩ ΚΕΙΜΑΙ    


Μη λυπηθείς
Που οι δρόμοι μου απόντες
Πάρε με
Με αγκαλιές αξενιτιάς
Σύρε με
Στου πόνου τις φωτιές
Στα ανταλλακτήρια του κόσμου
Κατάθεσέ με
Νόμισμα ακριβό
Κόψε με
Μοίρασέ με
Τετράγωνα ψωμί
Φιλιά
Χαμόγελα
Τεράστια μάτια
Πούλα με
Αγόρασέ με
Απόθεσέ με δωρεά
Σε πόρτες νηστικές

Μόνο που πριν
Να
Βάλε σε τάξη
Βούτα τα χέρια τα φτερά
Τα περιστέρια τα κλειστά
Που τρέμουν


ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ    


«…σου αφήνω
απάνω στης νύχτας το τραπέζι
πορτοκαλόφλουδα 
και ζάχαρη αγορασμένη 
απ` τα παζάρια του ήλιου
άναψε των δακτύλων τη φωτιά
να φτιάξεις ένα κομμάτι αύριο
δίχως τη γεύση του χιονιού..."

τέτοια λόγια αυτοκόλλησα
απέναντι
στο ανθοπωλείο τοίχο των βραδιών μου
και ακούω τα τρένα
να σφυρίζουν σπασμένες χειραψίες

και βρέχει πάλι
ανίκανες βροχές αποτυχίες
που κανένα μυστικό των θεών
δεν μπόρεσαν να κατεβάσουν ως εδώ
στο περιθώριο
να ξεφυτρώσει απ` την αρχή η ζωή μας…»


ΟΛΥΝΘΟΣ


Παρελθόν εν δράσει
κι όλος ο θίασός σου επί φωνής
μας κρούει εντελώς γυαλί και
δεν είμαστε για σπάσιμο χατίρια το ξέρεις

κλείσαμε αίθουσα από νωρίς

δωμάτιο γνωστό στενή διακόσμηση νύχτα
και μουσικές το παλιό σου το βιολί
για εγγυημένο λάθος

στροφές των μόνων
σπασμένες δυο χορδές
φάλτσα να ψάλλουνε καημό κόβουν ελπίδα

θα γλεντήσουμε κλαίγοντας διακεκομμένα απόψε

το λέει κι η ιστορία
των πάλαι ποτέ ακμαίων αισθημάτων
από κτίσεως πόνου

οι Πέρσες
ποτέ δεν ήρθαν για καλό μες στη ζωή μας 



ΜΟΙΡΟΛΟΙ (ΠΟΙΗΤΕΣ)


Να ’ρθω λίγο και γω
εκεί που σταυροπόδι οι λέξεις του Ανθρώπου
και πίνουν τον πικρό καφέ
έχω βγάλει τα παπούτσια έχω πλύνει τα πόδια μου
για τα μάτια μου δε σας εγγυώμαι
κατείχαν πάντα την κατηφόρα των υδάτων
μπορώ όμως να πιάσω για λογαριασμό τους μια γωνιά
κι ένα μαντίλι απ’ την αρχή να ιδρυθώ;
Σας κοιτάω φωτογραφίες
τα χέρια συλλέγω στηρίγματα τα λόγια βλέμματα
γεια των λυπημένων ελαφιών που πελεκάνε
της μυρτιάς το κλαδί για ημιαξόνιο ονείρων

τραγούδι αλάτι τραγουδώ
μιαν ιαχή ορυκτή σιωπής τον ύμνο
κι εσείς που ακούτε την τρικυμία που αγαπώ
τη νύχτα αυτή στης Τιβεριάδας τον ύπνο
μην πείτε σκυμμένοι στη γη των αστεριών ή του
υποκόσμου
εστέρεψε το δάσος των λωτών
και πότε ήταν φαρδύτερο ετούτο το στενό παράθυρο του κόσμου

Τροφή των παντοίων ραμφών ποιητή
στέργεις σε αιώνια πληγή
δίχως ένα αντίδωρο κελάηδημα
μιαν πάροδο αγγέλων να σε πληρώσουν 


ΜΟΙΡΟΛΟΙ (ΠΟΙΗΤΕΣ)





ΧΩΡΙΑ ΜΑΖΙ


Όσο να πω το τίποτα
αστράφτεις στα μάτια μου εξατμιζόμενα νομίσματα

κι οτανάν κοιμάμαι
τεινόμενα χέρια στους πέντε καπνούς
καμιά ανάσα να μη χωράει ούριο όνειρο
παρά ψηλά με την κραυγή
’’ξεσταύρωσον ξεσταύρωσον εαυτόν”

μας κλέψανε νυχτιάτικα τον κήπο
μοσχομυρίζουμε ακόμα φρέσκια κοπή

ξεκλειδώνω
το κίτρινο φύλλο

πέρνα καρδιά μου
να δικαιολογηθώ μες στην αιωνιότητα

χώρια μαζί πώς ζουν οι άνθρωποι 


ΧΩΡΙΑ ΜΑΖΙ







ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ


Διάθεση Ευρίπου
και πηγαινέλα σκοταδιού
να μη στεγνώνει η λύση των ματιών
όταν κορμί των νάρδων σε κατάνυξη
στήνει στο μακριά ένα αυτί και βλέπει
ένα αμύγδαλο μάτι κι ακούει
το αύριο και να ’ναι κατοικημένο κόκκινες μέρες

ελ ελ
πώς θα ξεφύγουμε από του κύματος τη διαπασών
από τη χαίτη λιπόθυμων φυκιών στα μηρά μας

τα βαγονάκια των γαρίδων βυθό βυθό
υποφέρουν διαδρομή μαστιγώνοντας ταχύτητα
και σε λίγο άδεια η βάρκα ξημερώνει

επίμαχο υλικό λέγομαι κιόλας στα σεντόνια
μες στων πτυχών τα καταγώγια
έτοιμος για όλα τα ναι

άφησέ μου ανάδυση από το βάθος των τρελών
και μια βροχή να μη φανεί πως κλαίω 



ΒΑΘΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ


το χυτήριο δακρύων
που ακόμα η Ελισώ
δαγκώνει τις ρίζες των κυπαρισσιών να λύσει το γιο της
κι η Ευαγγελία με τους είκοσι έξι καιρούς στα μαλλιά
αγγελία θυέλλης και τρέχα ταξί
όχι δεν μπορείτε να μπείτε στο κρύο δωμάτιο
η πύλη απέκλεισε ηλεκτρονικά την ώρα

πίσω στο επείγον εργαστήρι του ανθρώπου
αρμαθιές τα αντικλείδια του πουθενά
κι ύστερα να μη γνωρίσουμε άλλες χώρες
καμένους ασπασμούς
κι εσύ παρηγοριά που ομιλείς
τι απ’ την πολλήν αγάπη δεν ακούω
τι φέγγεις θυσίας ελαιόλαδο
ένα γύρω βγαίνω
και ρίχνω στα ισόγεια των ελαιώνων σου μάτια αλάτι
έτσι επέλεξα απ’ τις ματιές δόσεις φωτιές
κι ένα ταβάνι ανάσκελα

μα μη σας εξορκίζω τόσο βαθιά
μη σκάπτετε ονόματα την οδό χαραμάτων
να ’βρει η αυγή θέση καθημένων για την αλήθεια
η αλήθεια περνώντας τα φωτοκύτταρα των υστέρων
συναγερμοί απουσίας
γι’ αυτό σας λέω
άλλα δε θα αφήσω αντίο να ‘ρθουν στην ώρα τους
τόσο φάκελοι σκοτεινοί
βάφω λευκό το γραμματοκιβώτιο της μέρας 



ΛΟΡΚΑ


Άκου τι λεν τα δάση
στήσε αυτί λιώσε χιόνι
τις τελευταίες νύχτες το φθινόπωρο
δακρύζουν ήλεκτρο τα πεύκα
δε φταίω εγώ
κάπου ανεβάσανε Γκαρθία κι ένα ασημένιο ποτάμι
κάπου τη ρεματιά με τις πληγές
δε φταίω εγώ που τρέμει τόξο το γεφύρι
που λούζεται νάρδους ο Γουαδαλκιβίρ
πέφτουν τα πουλιά στου φλάουτου το φύσημα
περνάει το ασημένιο ποτάμι το αρχαίο νερό η φωτιά
στων δέντρων τη σιωπή
το σείσιμο του θάμνου
τρέχει να πνιγεί και πουθενά το πρώτο βήμα

για ένα παρακάτω είπαν
τον χρέωσαν ολόκληρον τα τελωνεία των φθορών
Ψεύματα
Κι έδειξε χαρτιά σφραγίδες φύλλα
καταθέσεις αστρονομικά ποσά ελευθερία
κι ύστερα τις διπλές βροχές και την αδιαθεσία των άστρων
πίσω στα αγάλματα τα πετρωμένα δάκρυα
σε μέγεθος μερόνυχτου

άστρο μου άστρο μου για δε μ’ αγγίζεις πια
χέρια μου φράξτε τη μεσολάβηση του σύννεφου
και σεις βουνά με τον κομμένο ορίζοντα
με ένα βλέμμα σάς ρίχνω καταγής
ό,τι και ώρα να ’ναι κραυγή ό,τι ζωή ακορντεόν 



ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ


Στην πέτρα της υπομονής
σκαλίζω ένα καράβι
του βάζω ξάρτια και πανιά
να βγει στον κόσμο παγανιά
ένα Σαββάτο βράδυ

άμα περάσει και το δεις
και πριν αλλάξει ρότα
ψάξε με σ’ όλο το ντουνιά
στου έρωτα τη γειτονιά
όμως αν θέλεις ρώτα 



ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ


Πουλί των κεραυνών
τι να σου σφυρίξω εγώ το ράμφος της φοβίας

θα σου μιλήσω
με των βροχών τα νήματα και μια ζεστή φωνή
άλλα μολύβια γιατρικά δεν έχω

βάζε εσύ κάπου κάπου τέλεια ανάσα
εκεί που δακρύζουνε οι λέξεις
να προστατέψουμε την καρδιά μας
και πες για τις γραφές

αν δεν πέσεις φύλλο κίτρινο
απ’ του αγέρα το κλαδί στο χώμα
δε διασχίζεις φθινόπωρο



ΣΗΜΥΔΕΣ ΣΟΥΙΤΑ ΓΙΑ ΚΙΘΑΡΑ


 ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΡΑΒΑΚΗΣ


O δίσκος "Σημύδες-σουίτα για κιθάρα" κουβαλάει μια μικρή και, γιατί όχι, παραμυθένια ιστορία.

Ένα βράδυ αρχές του Απριλίου 2007 περιδιαβαίνοντας τα λογοτεχνικά ιστολόγια - τα κατά κόσμο μπλογκς - βρέθηκα σε ένα τόπο που έφερε τον τίτλο "Σημύδες". Ένας ποιητής διαφορετικός από όσους είχα δει μέχρι τότε στους ιστότοπους, μια μεγάλη δεξαμενή της ελληνικής γλώσσας, μια αστείρευτη πηγή νεολογισμών και γλωσσικών εφευρημάτων. Ο Σωκράτης Ξένος έγραφε στίχους με την ίδια ευχέρεια που ο Μότσαρτ έγραφε νότες, απαντούσε στα ανοιχτά σχόλια των αναγνωστών με ευγένεια, με υπομονή, χωρίς να φαίνεται πως εντυπωσιάζεται από τις εκδηλώσεις αρκετές φορές λατρείας των φίλων του για την ποίηση του. Ψάχνοντας έμαθα ότι είναι εκπαιδευτικός και ότι ζούσε στο εξωτερικό.

Μια βραδιά διάβασα ένα στίχο του που αποτυπώθηκε βαθιά μέσα μου:"με την αγάπη λειτουργώ το αδιέξοδο, δε βρίσκω άλλο εξέχον κερί..."

Τότε ήταν που ήρθε στα αυτιά μου το πρώτο μουσικό θέμα."Μικρό ροδάκινο, στόχε υψηλέ, με τόσα πρόθυμα κλαδιά, πόσο το μέτωπό σου ζήλεψε χώματα" σι-ντο#-ρε-μι-φα#-ρε, από δω άρχισε η κιθάρα να πλημμυρίζει σημύδες.

"Σε έχει απορροφήσει τόσο η ποίηση..., του έγραψα, καμιά φορά αναρωτιέμαι αν είσαι άνθρωπος, ελαιογραφία ή κομποσκοίνι".

Το ετοίμασα σε mp3, το φόρτωσα, πάτησα "αποστολή" κι η μουσική έστρεψε προς το Βορρά της Ευρώπης ξεκινώντας για το μακρύ ταξίδι της αντάμωσης με την ακοή του.

Την επόμενη μέρα ανοίγοντας τον υπολογιστή κοίταξα στην οθόνη με αγωνία. Άραγε τι εντύπωση θα του έκανε; Πετάχτηκα από την καρέκλα, σαν άκουσα τη μουσική και αντίκρισα την ιδιόχειρη παρτιτούρα μου ταπετσαρία στο ιστολόγιο του Ξένου.

Από την στιγμή εκείνη άρχισαν να γράφονται οι "Σημύδες, σουίτα για κιθάρα", μέσα σε ένα περιβάλλον λυρισμού και ψυχικής έντασης που γεννάει η δημιουργία.



ΚΥΡΙΑΚΟΒΡΑΔΟ




Η ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ






QUELLE II





ΒΟΡΕΙΑ ΑΠΟΓΕΜΑΤΟΣ




ΜΙΚΡΟ ΡΟΔΑΚΙΝΟ




ΦΥΚΙ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ




ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ